- χαλάβρα
- ηχάλασμα, ερείπιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλάβρα — Συστάδα 6 μικρών δωδεκανησιακών νησιών, 3 σκοπέλων και μερικών υφάλων. Καλύπτουν έκταση 2 μιλίων μεταξύ Πάτμου και Λειψών. Η περιοχή είναι πλόιμη με βάρκες. * * * η, Ν ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού χάλαβρο, κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek
χαλαβρώνω — 1. μεταβάλλω κάτι σε χαλάβρα. 2. γίνομαι χαλάβρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλαβρώνω — Ν 1. (μτβ.) μετατρέπω κάτι σε ερείπιο 2. (αμτβ.) γίνομαι ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαβρο / χαλάβρα (πρβλ. και χαρβαλώνω)] … Dictionary of Greek